- χειροποίητος
- ος, ο[ν] сделанный руками, ручной работы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροποίητος — made by hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… … Dictionary of Greek
χειροποίητος — η, ο ο κατασκευασμένος με τα χέρια: Τα παπούτσια αυτά είναι χειροποίητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροποιήτως — χειροποίητος made by hand adverbial χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποίητον — χειροποίητος made by hand masc/fem acc sg χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποιήτοις — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποιήτου — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποιήτους — χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποιήτων — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen pl χειροποιέω pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) χειροποιέω pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποιήτῳ — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροποίητα — χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)